"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός
Επιμέλεια: Πέτρος Σ. Αϊβαλής,

ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ & ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1988 *Ειδήσεις - Ανταποκρίσεις - Ρεπορτάζ - Συνεντεύξεις - Videos - Διεθνή Νέα - Απόδημος Ελληνισμός ...στα απλά πράγματα κρύβεται η γοητεία... όπως ένας περίπατος στο Λούσιο ποταμό....... * ειδήσεις από την Αρκαδία * περιήγησης, οικοτουρισμός, πολιτισμός * Άνοιξη 2018 περιδιάβαση στα όμορφα χωριουδάκια της Αρκαδίας και περίπατος στις όχθες του ποταμού Λούσιου μυρίζοντας την ρίγανη και το θυμάρι με ψωμοτύρι και καλή διάθεση & καρδιά, αναμένοντας τις νεράιδες να φανούν, όπως έλεγε η γιαγιά η Βάσω... * http://karytaina.blogspot.com/


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Πάω στη ρούγα. Η ρούγα ήταν κάτι σαν την αρχαία αγορά του δήμου

Η ΡΟΥΓΑ
Τα παλιά καλοκαίρια , όταν απόγερνε ο ήλιος κι άρχιζε να ξεψυχά η μεγάλη κάψα και να μεγαλώνουν οι σκιές , οι μεγάλες γυναίκες της γειτονιάς έλεγαν :
-Πάω στη ρούγα.
Κι έπειτα , έπαιρναν ένα σκαμνάκι υπό μάλης , κάποιες ένα πλεχτό ή ένα κέντημα ή ένα μύλο του καφέ στα χέρια , και τραβούσαν για το σημείο συνάντησης , τη ρούγα , που ήταν , συνήθως , κάπου στη μέση της γειτονιάς , έξω από το σπίτι της πιο κοινωνικής γειτόνισσας , αυτής που άτυπα όλες οι γυναίκες την αναγνώριζαν ως «κορυφαία του χορού» της μικρής κοινωνίας της γειτονιάς .
Εκείνη είχε ήδη βγάλει έξω από το σπίτι της σκαμνάκια και καρέκλες, έρχονταν και οι άλλες και στήνονταν , έτσι , σε ένα ημικύκλιο , για να μπορούν να κουβεντιάζουν πιο άνετα και να βλέπει η μία την άλλη. 
Η καταβρεχτήρα του δήμου είχε περάσει νωρίτερα και είχε καταβρέξει το χωμάτινο δρόμο , ο κουρνιαχτός είχε κατακάτσει , τα παιδιά πιο πέρα στην αλάνα έπαιζαν ποδόσφαιρο και γέμιζαν τον τόπο με τις φωνές τους , ο παγωτατζής είχε διαβεί κι αυτός και είχε δώσει τα τελευταία παγωτά της ημέρας σ’ όσα τυχερά πιτσιρίκια είχαν καμιά δραχμούλα χαρτζιλίκι στην τσέπη τους , τα τζιτζίκια κρυμμένα στις φυλλωσιές των δέντρων τραγουδούσαν ακόμα , οι άντρες γύριζαν με κουρασμένα βήματα από το μεροκάματο , η ταβέρνα λίγο πιο πάνω απ’ τη ρούγα έβγαζε τραπέζια και καρέκλες απ’ έξω και από κάπου μακρύτερα ένα γραμμόφωνο έπαιζε και ξανάπαιζε τον ίδιο νταλκά.


Στη ρούγα δεν υπήρχε θεματολογία συζήτησης . Όλα ήταν ανοιχτά . Κάθε μια γυναίκα , καρτερούσε να τελειώσει η άλλη κι έπαιρνε το λόγο είτε για να συνεχίσει την ίδια κουβέντα είτε για να ξεκινήσει μιαν άλλη . Η ρούγα δεν ήταν κουτσομπολιό . Ήταν ένα ανοιχτό , απαράσκευο , ζωντανό κουβεντολόι με ειδήσεις και νέα από τη γειτονιά και την πόλη , με κρυμμένα μυστικά που προδόθηκαν , με αστείες αλλά και σοβαρές ιστορίες , με μνήμες από τα παλιά , με συνταγές μαγειρικής , με λιανοτράγουδα που «έσπαζαν» τη μονοτονία της κουβέντας , με στενοχώριες και χαρές και ελπίδες και απογοητεύσεις τελείως προσωπικές που όμως είχαν γίνει βάρος που έπρεπε να αλαφρώσει , με πειράγματα «αθώα» και έξυπνα υπονοούμενα και γέλια πνιχτά αλλά και βροντερά , με ψιθύρους που μόλις ακούγονταν αλλά και με δυνατές φωνές που δραπέτευαν απ’ τη ρούγα κι ακούγονταν σ’ όλη τη γειτονιά αναγκάζοντας τις γειτόνισσες που δεν είχαν πάει στη μάζωξη να στήνουν αυτί για ν’ ακούσουν τι λένε στη ρούγα .
Η ρούγα ήταν κάτι σαν την αρχαία αγορά του δήμου: Η καθεμιά γειτόνισσα μπορούσε να βάλει όποιο θέμα ήθελε , μπορούσε ελεύθερα και ισότιμα να εκφράσει τη γνώμη της , σεβόταν η μια τη γνώμη της άλλης αλλά δεν έβγαιναν αποφάσεις . Η όλη κουβέντα , που κράταγε ώρες πολλές , δεν είχε σκοπό να καταλήξει κάπου και να οδηγήσει σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες . Το ζητούμενο ήταν , απλώς , να ξεδιψάσει η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία και να ζυμωθούν οι σκέψεις , οι γνώμες και οι απόψεις της κοινότητας , ώστε να γίνονται καλύτεροι οι άνθρωποι και να προχωράει η ζωή , έτσι όπως η πέτρα που κυλάει στο ποτάμι και γίνεται λεία και όμορφη και στρογγυλή και γυαλιστερή και παύει να είναι ένα άχαρο κοτρώνι .
Όταν τα παιδιά τέλειωναν το παιχνίδι , πλησίαζαν κι αυτά στη ρούγα και σεμνά και σεβαστικά , κάθονταν κατάχαμα κοντά στις γυναίκες κι άκουγαν , με ανοιχτό το στόμα, τις παλιές ιστορίες και τα παραμύθια και τις παροιμίες και τα αινίγματα , χωρίς να το ξέρουν πως έτσι γίνονταν μέρος της Παράδοσης , πως όλα αυτά που άκουγαν ήταν ο θησαυρός των Ελλήνων που τούτες οι γυναίκες και οι γιαγιάδες κουβάλαγαν στις πλάτες τους στο ταξίδι της ζωής , μ’ έναν και μόνο προορισμό , να τον παραδώσουν στα παιδιά και στα εγγόνια τους , μαζί με την ευθύνη να τον παραδώσουν κι εκείνα στα δικά τους τα παιδιά και τα εγγόνια .
Η ρούγα , αν και γυναικεία υπόθεση , έκανε δεκτούς (χωρίς όρους) και τους άντρες , όσους , τελοσπάντων ήταν γέροντες πια ή απλά ήθελαν να ξαποστάσουν από βασανιστικό μεροδούλι της βδομάδας και προτιμούσαν να κάτσουν στη ρούγα με τις γυναίκες αντί να πάνε στην ταβέρνα να πιουν κρασί . Πλην όμως , οι άντρες της ρούγας, γνώριζαν πως καταχρηστικά και με την ανοχή των γυναικών βρίσκονταν εκεί και γι’ αυτό η παρουσία τους και η συμμετοχή τους στην κουβέντα ήταν διακριτική και αθόρυβη . Εδώ ήταν «γυναικοκρατία» κι αυτό ήταν από παράδοση αδιαπραγμάτευτο .
Ώρες και ώρες περνούσαν στη ρούγα , κουβέντες τέλειωναν κουβέντες άρχιζαν , μα ήταν σαν το ρολόι του χρόνου να είχε σταματήσει . Άλλωστε ποια γειτόνισσα είχε τότε ρολόι στο χέρι για να διακρίνει αν η ώρα ήταν περασμένη ή όχι ; Μόνο όταν οι κουβέντες άρχιζαν να λιγοστεύουν και οι φωνές να χαμηλώνουν και να έρχονται τα πρώτα χασμουρητά , σηκωνόταν πρώτη η «αρχηγός» , σήκωνε και το σκαμνάκι της κι έδινε το τέλος της ρούγας :
-Άιντε να πηγαίνουμε τώρα για ύπνο . Αύριο τα ξαναλέμε . Καληνύχτα ! 
Αργά – αργά σκόρπιζαν μέσα στο σκοτάδι οι γειτόνισσες , κάθε μια για το σπίτι της , ησύχαζε η γειτονιά , μόνο οι γρύλλοι τραγουδούσαν τώρα μέσα στους κήπους και στα δέντρα , πιο απόμακρα ο γκιώνης θρηνούσε τον αδικοχαμένο αδερφό του και τα βατράχια από το ποτάμι τραγουδούσαν κι αυτά φάλτσα το τραγούδι της νύχτας .
Το δροσερό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα (ποιος σκεφτόταν να τα κλείσει τότε  και δρόσιζε τα όνειρα των ανθρώπων. Το γραμμόφωνο είχα πια κι αυτό κουραστεί και δεν ακουγόταν . Οι νταλκάδες του είχαν κοιμηθεί στις καρδιές των ανθρώπων .
Την άλλη μέρα … είχε ο Θεός !
____________
ΥΓ : «Η ρούγα είναι μια λατινογενής λέξη (ruga). Εισήχθη στην ελληνική γλώσσα τον μεσαίωνα, χαρακτηρίζοντας τον δρόμο».


Βαγγέλης Μητράκος
Δείτε περισσότερες αντιδράσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια: