Ο κουρέας, πάντα καλοντυμένος φορούσε το κουστούμι του και απ’ έξω τη λευκή βαμβακερή μπλούζα με μακριά μανίκια, θύμιζε γιατρό.
Τα σύνεργα του κουρέα ήταν λευκά εμαγέ· μία δερμάτινη ζώνη (λαδάκονα - μακριά λουρίδα) όπου ακόνιζαν το ξυράφι (την κάμα), η σινδόνη, δηλαδή το λευκό σεντόνι το οποίο έβαζε στο στήθος του πελάτη και το έδενε στον λαιμό του για προστασία από τις τρίχες· τα ξυράφια (μάχαιρα), τα ψαλίδια, η βούρτσα, το πινέλο, το σαπούνι (τριμμένο το έριχνε στο δοχείο και το αραίωνε με ζεστό νερό), το σαπουνοδοχείο, το καφτίρι για το κόψιμο, το χτένι, οι τσατσάρες με τα αραιά και χοντρά δόντια για τα πολλά μαλλιά και με ψιλά δόντια για τα λίγα μαλλιά· μία μηχανή (αρχικά χειροκίνητες, μετά από χρόνια ήρθαν οι ηλεκτρικές, το 1960) για το χοντρό κούρεμα και μια άλλη για το ψιλό, η μπριγιαντίνη ή μπριγιόλ (γαλλικής προέλευσης λέξη που σημαίνει γυάλισμα), το ταλκ το οποίο έβαζαν στον σβέρκο, για να μην κολλάει η μηχανή, καθώς επίσης και το σκεύος της κολόνιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου